νητός

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νητός Medium diacritics: νητός Low diacritics: νητός Capitals: ΝΗΤΟΣ
Transliteration A: nētós Transliteration B: nētos Transliteration C: nitos Beta Code: nhto/s

English (LSJ)

νητή, νητόν, (νέω C) heaped, piled up, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Od.2.338.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
entassé, amoncelé.
Étymologie: adj. verb. de νέω⁴.

German (Pape)

1 gehäuft, aufgehäuft, Od. 2.338.
2 gesponnen, gedreht. S. Kompp.

Russian (Dvoretsky)

νητός: νέω IV] собранный в кучу, нагроможденный (χρυσὸς καὶ χαλκός Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νητός: -ή, -όν, (νέω Β) ἐπισεσωρευμένος, ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο Ὀδ. Β. 338.

English (Autenrieth)

(νέω, νηέω): piled up, Od. 2.338†.

Greek Monolingual

(I)
νητός, -ή, -όν (Α) νηέω
ο συσσωρευμένος κάπου («ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο», Ομ. Οδ.).
(II)
νητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει κλωσθεί, ο κλωσμένος, ο γνεσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νη- του νήθω «γνέθω» + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

νητός: -ή, -όν (νέω Δ), συσσωρευμένος, στοιβαγμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νητός, ή, όν [νέω4]
heaped, piled up, Od.