διηχητικός
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
ή, όν,
A sonorous, Prisc.Lyd.16.6.
Greek (Liddell-Scott)
διηχητικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μεταβίβασιν τοῦ ἤχου, Πρισκιαν. Λυδ. Μεταφρ. σ. 16 (Berol).