ἀποδημητικός

From LSJ
Revision as of 11:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_10)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητικός Medium diacritics: ἀποδημητικός Low diacritics: αποδημητικός Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apodēmētikós Transliteration B: apodēmētikos Transliteration C: apodimitikos Beta Code: a)podhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fond of wandering or travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀ. banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.