μακεδνός
From LSJ
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
English (LSJ)
ή, όν,
A = μηκεδανός, tall, taper, αἴγειρος Od.7.106; ἐλάται Nic.Th.472; νάπαι Lyc.1273: as pr. n. of the Dorians, Δωρικόν τε καὶ M. ἔθνος Hdt.8.43, cf. 1.56; M. σκῦλα Hsch. (who glosses it by οὐράνια καὶ μεγάλα).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰκεδνός: -ή, -όν, = μηκεδανός, μακρός, ὑψηλός, αἴγειρος Ὀδ. Η. 106· ἐλάται Νικ. Θηρ. 472· νάπαι Λυκόφρ. 1273.