ἠχικός
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
English (LSJ)
ή, όν, (ἦχος)
A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠ. Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
German (Pape)
[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syll. epigr. 236, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.