ἑδραιότης

Revision as of 11:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A stability, Corn.ND14, Procl.in Prm.p.794 S., in Ti.2.49D.    II sedentary occupation, D.Chr.7.110.

German (Pape)

[Seite 716] ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραιότης: -ητος, ἡ, στερεότης, σταθερότης, μονιμότης, ἀκινησία, Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος σύμβολον Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D.