ἑδραιότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A stability, Corn.ND14, Procl.in Prm.p.794 S., in Ti.2.49D. II sedentary occupation, D.Chr.7.110.
German (Pape)
[Seite 716] ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραιότης: -ητος, ἡ, στερεότης, σταθερότης, μονιμότης, ἀκινησία, Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος σύμβολον Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D.