οἰκτρότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A piteous condition, Poll.3.116, Sch.E.Or.672.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκτρότης: -ητος, ἡ, οἰκτρά, ἐλεεινὴ κατάστασις, Πολυδ. Γ΄, 116.
Full diacritics: οἰκτρότης | Medium diacritics: οἰκτρότης | Low diacritics: οικτρότης | Capitals: ΟΙΚΤΡΟΤΗΣ |
Transliteration A: oiktrótēs | Transliteration B: oiktrotēs | Transliteration C: oiktrotis | Beta Code: oi)ktro/ths |
ητος, ἡ,
A piteous condition, Poll.3.116, Sch.E.Or.672.
οἰκτρότης: -ητος, ἡ, οἰκτρά, ἐλεεινὴ κατάστασις, Πολυδ. Γ΄, 116.