περιγλωττίς

From LSJ
Revision as of 11:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one’s first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγλωττίς Medium diacritics: περιγλωττίς Low diacritics: περιγλωττίς Capitals: ΠΕΡΙΓΛΩΤΤΙΣ
Transliteration A: periglōttís Transliteration B: periglōttis Transliteration C: periglottis Beta Code: periglwtti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A covering of the tongue, Ath.1.6c.

German (Pape)

[Seite 571] ἡ, ein Ueberzug der Zunge, περισκεπαστήριον τῆς γλώττης, Suid.; vgl. Ath. I, 6 c.

Greek (Liddell-Scott)

περιγλωττίς: -ίδος, ἡ, «σκεπαστήριον τῆς γλώσσης» (Σουΐδ.), Πίθυλλον τὸν τένθην καλούμενον οὐ περιγλωττίδαν μόνον ὑμενίνην φορεῖν, ἀλλὰ καὶ προσελυτροῦν τὴν γλῶτταν πρὸς τὰς ἀπολαύσεις Ἀθήν. 6C.