καταστείχω
From LSJ
English (LSJ)
aor. 2 -έστῐχον,
A = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.
Greek (Liddell-Scott)
καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.