συοβαύβαλος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
A of or from a pig-sty, σ. λόγος a swineherd's song, Cratin.312:—as Subst.(sc.σταθμός) pig-sty, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
συοβαύβᾰλος: ὁ ἐκ συφεοῦ ἢ συβώτου προερχόμενος, λόγος τις ὑπῆλθ’ ἡμᾶς ἀμαθὴς συοβαύβαλος Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke· ― ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ σταθμός),· «συοβαύβαλοι· συῶν αὐλιστήρια ἢ κοιμητήρια» Ἡσύχ.· «συοβαύβαλοι ἐν οἷς οἱ σύες εὐγάζονται» Φώτ.