ὑποτροπιασμός
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ὁ,
A relapse in illness, Hp.Aph.4.36, Gal.19.517.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπιασμός: ὁ, ἐπανάπτωσις εἰς νόσον, ὑποτροπή, Ἱππ. Ἀφορ. 1250, Γαλην. τ. 19, 517, 14.