πυρσευτήρ
From LSJ
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who heats a bath, Aret.SD 1.11.
German (Pape)
[Seite 825] ῆρος, ὁ, λουτρῶν, Heizer der Backöfen, Aret.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσευτήρ: ὁ, ὁ θερμαίνων λουτρά, κτλ., Ἀρετ. Χρον. Παθ. Σημειωτικ. 1. 11.