φελόνης
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
φελόνιον,
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, = φαινόλης, zw.
Greek (Liddell-Scott)
φελόνης: φελόνιον, πλημμελεῖς τύποι ἀντὶ φαινόλης, φαινόλιον.