Σεραφείμ
From LSJ
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
οἱ, Hebr. Seraphim, LXXIs.6.2.
Greek (Liddell-Scott)
Σεραφείμ: οἱ, τὸ Ἑβραϊκ. Seraphim, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Ϛ΄, 2)· - Σεραφικός, ή, όν, ὁ εἰς τὰ Σεραφείμ ἀνήκων, Ἐκκλ.