παλίρροπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
Full diacritics: πᾰλίρροπος | Medium diacritics: παλίρροπος | Low diacritics: παλίρροπος | Capitals: ΠΑΛΙΡΡΟΠΟΣ |
Transliteration A: palírropos | Transliteration B: palirropos | Transliteration C: palirropos | Beta Code: pali/rropos |
ον,
A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.
πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.