ἀκλήρωτος
From LSJ
Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
English (LSJ)
ον,
A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59. 2 without casting lots, D.C.Fr.62. II not distributed in lots, Plu.2.231e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.