Full diacritics: κρεισσότεκνος | Medium diacritics: κρεισσότεκνος | Low diacritics: κρεισσότεκνος | Capitals: ΚΡΕΙΣΣΟΤΕΚΝΟΣ |
Transliteration A: kreissóteknos | Transliteration B: kreissoteknos | Transliteration C: kreissoteknos | Beta Code: kreisso/teknos |
ον,
A dearer than children, ὄμματα dub. in A.Th.784 (lyr.).
κρεισσότεκνος: -ον, ἀγαπητότερος τῶν τέκνων, κρεισσοτέκνων ὀμμάτων ἀμφίβ. λέξ. παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 784· ἡ τοῦ Ἑρμάνου διόρθωσις κυρσοτέκνων ἀντὶ κρεισσοτέκνων δὲν φαίνεται ἐπιτυχής.