ἀμφίκρανος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ον,
A = ἀμφικάρηνος, E.HF1274; ῥάβδος, of Hermes' wand, S.Fr.701. II surrounding the head, in Ion. form -κρηνος, AP6.90 (Phil.), prob. l. in Nic.Al.417.
German (Pape)
[Seite 140] zweiköpfig, Hydra, Eur. Herc. Fur. 1274.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρανος: -ον, = ἀμφικάρηνος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274. ΙΙ. ὁ περιβάλλων ἢ περιστρέων τὴν κεφαλήν, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 90, ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ -κρηνος.