μελισσόβοτος
English (LSJ)
ον,
A fed on by bees, AP9.523, D.P.327.
German (Pape)
[Seite 124] von Bienen beweidet, der Helikon, Dionys. 7 (IX, 523); τὸ μελ., = Vorigem, Nic. Th. 677.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσόβοτος: -ον, βοσκόμενος ὑπὸ μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 523, Διον. Π. 327, κτλ.