κατάλειπτος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰλ], ον,
A anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.
German (Pape)
[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.
Greek (Liddell-Scott)
κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.