διάσπαστος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ον,
A incoherent, disconnected, ἐπιστολαί Alciphr.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
διάσπαστος: -ον, διεσχισμένος, διεσπασμένος, ἐπιστολαὶ Ἀλκίφρων. 2, 2.