αὐτόμοιρος
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
ον,
A with a single share, S.Fr.250 ( = μονόμοιρος, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμοιρος: -ον, «μονόμοιρος. Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 249).