ἔνογκος
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
ον,
A swollen, φλέβες Steph. in Hp.1.206D. II possessing bulk, corporeal, Porph.Sent.27; τὸ ἔ. καὶ διαστατόν Iamb.Comm. Math.8.
German (Pape)
[Seite 848] anschwellend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνογκος: -ον, ἐπὶ κοιλίας, ἐξωγκωμένη, Ἱππιατρ. σ. 54. 23.