ὑπεράρχιος
From LSJ
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
English (LSJ)
ον,
A prior to ἀρχαί, [πηγαί] Dam.Pr.130.
German (Pape)
[Seite 1191] über allen Anfang, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεράρχιος: -ον, ὁ ὑπὲρ πᾶσαν ἀρχὴν ὤν, ὁ πρὸ πάσης ἀρχῆς ὑπάρχων, Διον. Ἀρεοπ. περὶ Οὐρ. Ἱεραρχ. 7, σ. 71.