ἀεροδρόμος
From LSJ
Full diacritics: ἀεροδρόμος | Medium diacritics: ἀεροδρόμος | Low diacritics: αεροδρόμος | Capitals: ΑΕΡΟΔΡΟΜΟΣ |
Transliteration A: aerodrómos | Transliteration B: aerodromos | Transliteration C: aerodromos | Beta Code: a)erodro/mos |
ον,
A traversing the air, PMag.Par.1.1359,1375.
[Seite 42] die Luft durchlaufend, Eust.
ἀεροδρόμος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ἀέρος διερχόμενος, ἀ. ὕδωρ, ἐπὶ ὑδραγωγείου, Συλλ. Ἐπιγρ. 4535 (προσθ.)· πρβλ. Εὐστ. 1503. 10, Μανασσ. Χρον. 143, 410.