πορφυρόνωτος
English (LSJ)
ον,
A purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.
Greek (Liddell-Scott)
πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.
ον,
A purple-backed, φᾶρος Nonn.D.44.56.
πορφῠρόνωτος: -ον, ὁ ἔχων τὰ νῶτα πορφυρᾷ, χθὼν Νόνν. Δ. 44 56.