ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
Full diacritics: μελαμπέτᾰλος | Medium diacritics: μελαμπέταλος | Low diacritics: μελαμπέταλος | Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΑΛΟΣ |
Transliteration A: melampétalos | Transliteration B: melampetalos | Transliteration C: melampetalos | Beta Code: melampe/talos |
ον,
A dark-leaved, κλών AP4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).
[Seite 118] schwarzblätterig, δάφνης κλών, Mel. 1 (IV, 1).
μελαμπέτᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρα, σκοτεινὰ πέταλα, φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 14, πρβλ. 9. 307.