ἀπόπλανος
From LSJ
ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
English (LSJ)
ὁ,
A fallacy, Cratin.Jun.7. 2 impostor, Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] = πλάνος, ὁ, Cratin. iun. bei D. L. 8, 37.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπλᾰνος: -ον, ὁ μακρὰν πλανώμενος, Παῦλ. Σιλεντ. Ἄμβων. 197. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., σόφισμα, ταράττειν… τοῖς ἀντιθέτοις, τοῖς πέρασι, τοῖς παρισώμασιν, τοῖς ἀποπλάνοις Κρατῖν. Νεώτ. ἐν «Ταραντίνοις» 1.