Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Full diacritics: σκᾰφιόκουρος | Medium diacritics: σκαφιόκουρος | Low diacritics: σκαφιόκουρος | Capitals: ΣΚΑΦΙΟΚΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: skaphiókouros | Transliteration B: skaphiokouros | Transliteration C: skafiokouros | Beta Code: skafio/kouros |
ον,
A one with his hair cut in the fashion σκάφιον (A) 11.1, Com.Adesp.34 D.
[Seite 890] der sich ein σκάφιον scheeren läßt, Phot.
σκαφιόκουρος: -ον, ὁ ἔχων τὴν κόμην του κεκαρμένην κατὰ τὸν τρόπον τὸν καλούμενον σκάφιον (ΙΙ), Φώτ.