ἀδίστακτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A undoubted, undisputed, PTeb.124.26 (ii B. C., written -αστος), Phld.Mus.p.80 K. Adv. -τως AP12.151, Sch.A.R.2.62, Ptol.Geog.1.4. II Act., undoubting: hence, instinctive, v. l. for ἀδίδακτος 1 (q.v.), Pall. in Hp.2.127 D. Adv. -τως unhesitatingly, Phld.Rh.1.133 S., Syr.in Metaph.73.18, Procl.in Prm.p.756S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίστακτος: -ον, ὁ μὴ ἀμφιβαλλόμενος, περὶ οὗ δὲν διστάζομεν, ἀναμφίβολος, Πτολεμ. Γεωργ. 1. 4. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων δισταγμὸν ἢ ἀμφιβολίαν, Ἐκκλ. ― Ἐπίρρ. -τως, Ἀνθ. Π. 12. 151.