ἀπρόσληπτος
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ον,
A not taking or admitting a construction, A.D.Pron.14.15, Synt.63.21.
German (Pape)
[Seite 339] 1) nicht dazu nehmend, Suid. – 2) nicht dazu genommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσληπτος: -ον, ὁ μὴ προσληφθείς, Ἰωάν. Δαμασκ. Ὀρθόδ. Πίστ. 3. 6, σ.197. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ προσλαμβάνων, ἀπρόσληπτοί εἰσιν ἄρθρων Ἀπολλών. περὶ Ἀντωνυμ. 16C.