ἡπατοσκόπος
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
German (Pape)
[Seite 1173] ὁ, die Leber (und übh. die Eingeweide) betrachtend und daraus weissagend, Artem. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ ἧπαρ, μάντις, Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. ῥυτά.