ἀπρόληπτος
From LSJ
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
English (LSJ)
ον,
A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1. 2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M. 3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.