τρικυλίνδητος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.
Full diacritics: τρῐκῠλίνδητος | Medium diacritics: τρικυλίνδητος | Low diacritics: τρικυλίνδητος | Capitals: ΤΡΙΚΥΛΙΝΔΗΤΟΣ |
Transliteration A: trikylíndētos | Transliteration B: trikylindētos | Transliteration C: trikylinditos | Beta Code: trikuli/ndhtos |
ον,
A thrice-rolled, gloss on τρικαλίνδητος, EM766.22, Phot.
τρῐκῠλίνδητος: -ον, ὁ τρὶς κυλινδηθείς· ὡσαύτως τρικαλίνδητος, Ἐτυμ. Μέγ. 766, 22, ἐν λ.