ἀφαιρετέον
From LSJ
Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art
English (LSJ)
A one must take away, Hp.Aph.1.10, Pl.R.361a; one must exclude, Id.Plt.291c; one must take away in thought, Thphr. Metaph.6. II ἀφαιρετέος, έα, έον, to be taken away, removed, Pl. R.398e, cf. Jul.Or.8.249d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφαιρετέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀφαιρέσῃ, Ἱππ. Ἀφ. 1253, Πλάτ. Πολ. 361Α· πρέπει τις νὰ ἀποκλείσῃ, ὁ αὐτ. Πολιτικ. 291C. ΙΙ. ἀφαιρετέος, έα, έον, ὅστις πρέπει νὰ ἀφαιρεθῇ ὁ αὐτ. Πολ. 398Ε.