συζητητής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.
German (Pape)
[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.
Full diacritics: συζητητής | Medium diacritics: συζητητής | Low diacritics: συζητητής | Capitals: ΣΥΖΗΤΗΤΗΣ |
Transliteration A: syzētētḗs | Transliteration B: syzētētēs | Transliteration C: syzititis | Beta Code: suzhthth/s |
οῦ, ὁ,
A joint inquirer: disputant, 1 Ep.Cor.1.20.
[Seite 972] ὁ, der mit sucht, N. T.
συζητητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ συζητῇ, φιλόνεικος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. α΄, 20.