κάνειον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Ep. for sq. II lid of a vessel, Hp.Mul.1.11, 2.133.
German (Pape)
[Seite 1320] τό, ion. = κάνεον, Od. 10, 355. Bei Hippocr. Deckel eines Gefäßes.
Greek (Liddell-Scott)
κάνειον: τό, Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ. ΙΙ. τὸ πῶμα ἀγγείου, Ἱππ. 648.45.