μεριμνητής
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.
German (Pape)
[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.
Greek (Liddell-Scott)
μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».