ἀρτόκρεας
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A bread and meat, prob. = Lat. visceratio, IGRom.4.1348 (Lydia), Pers.6.50, Gloss.; artocria CIL9.5309.
German (Pape)
[Seite 363] ατος, τό, (Brotfleisch), eine Art Pastete, Aesch. Pers. 6, 50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτόκρεας: τὸ, ἄρτος μετὰ κρέατος, «κρεατόπητα», Πέρσιος 6, 50, πρβλ. Conington αὐτόθι, καὶ Ἐπιγρ. Ὀρέλλ. 4937. Πιθαν. = τῷ Λατιν. visceratio.