σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.
ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.