ληκύθειος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

German (Pape)

[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκήθειος, -ον (Α) λήκυθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο
2. φρ. «ληκύθειος Μοῦσα» — η τραγωδία.