γογγυστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A murmurer, mutterer, grumbler, Ep.Jud.16, Thd.Pr.26.20.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, der Murrende, Unwillige, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυστής: -οῦ, ὁ, ὁ γογγύζων, ψιθυρίζων, «μουρμουρίζων», Ἐπ. Ἰουδ. 16, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. κϚ΄, 21).