μητραγύρτης
English (LSJ)
ου, ὁ,
A begging priest of Cybele: nickname of Callias (ὁ Δᾳδοῦχος), Arist.Rh.1405a20; of Ptolemy Philopator, Plu.Cleom.36; title of play by Antiphanes.
German (Pape)
[Seite 179] ὁ, ein Priester der Göttermutter Cybele, der für die Göttinn bettelnd im Lande herumzieht, Arist. rhet. 3, 2 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
μητρᾰγύρτης: -ου, ὁ, ἐπαιτῶν ἱερεὺς τῆς Κυβέλης, τῆς μητρὸς τῶν θεῶν, εἶδος ἐπαιτοῦντος μοναχοῦ, Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 645· - ὁ Ἰφικράτης ἔδωκε τὸ ὄνομα τοῦτο εἰς τὸν Καλλίαν, ὅστις ἦτο πράγματι Δᾳδοῦχος αὐτῆς, (ἴδε ἐν λέξει), Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 10· - ὁ Ἀντιφάνης ἔγραφε κωμῳδίαν φέρουσαν τὸ ὄνομα τοῦτο, καὶ μεταχειρίζεται ὡσαύτως τὸ ῥῆμα μητραγυρτέω, ἐν «Μισοπονήρῳ» 1. 8, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 19.