μεταναιέτης

Revision as of 11:41, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who dwells with, Hes.Th.401.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.