ἐκλιπαρέω
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
A entreat earnestly, move by entreaty, Str.17.1.29: c. inf., Plu. Them.5, Jul.Or.7.220b: abs., Ph.2.521, J.AJ5.7.8, Apollon. Mir.3; πολλὰ ἐ. D.L.4.7:—Pass., D.H.7.10, Str.14.5.10, Memn. 7.2.
German (Pape)
[Seite 767] erbitten, durch Bitten bewegen, τινά, Strab. XVI, 806; dringend bitten, c. inf., Plut. Them. 5; ὑπὸ τῶν φίλων ἐκλιπαρηθείς Lys. 22; D. Hal. 7, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῑπαρέω: παρακαλῶ θερμῶς, διὰ παρακλήσεων συγκινῶ, Στράβων 806· μετ’ ἀπαρ., Πλουτ. Θεμ. 5: ― Παθ., Διον. Ἁλ. 7. 10, κτλ.