διασταυρόω
From LSJ
Πάντ' ἀνακαλύπτων ὁ χρόνος πρὸς φῶς φέρει → Omnia revelans tempus in lucem eruit → Die Zeit deckt alles auf und bringt es an den Tag
English (LSJ)
A cut off and fortify with a palisade, D.C.41.50:—Med., διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν to have it fortified, Th.6.97.
German (Pape)
[Seite 603] verpallisadiren, Dio Cass. 41, 50. – Med., Thuc. 6, 97, τὸν ἰσθμόν.
Greek (Liddell-Scott)
διασταυρόω: περιφράσω, ὀχυρῶ διὰ σταυρώματος, Δίων Κ. 41. 50· μέσ, διασταυρώσασθαι τὸν ἰσθμόν, νὰ ὀχυρώσωσιν αὐτόν, Θουκ. 6. 97 πρβλ. διαταφρεύω.