πολεμητέον
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A one must go to war, Ar.Lys.496, Arist.Rh.1396a8; ἑκάστοις Pl.Plt. 304e: pl. πολεμ-ητέα, Th.1.79, D.C.36.46.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πολεμέω, δεῖ πολεμεῖν, Ἀριστοφ. Λυσ. 496, Ἀριστ. Ρητ. 2. 22, 5· τινι, κατά τινος, Πλάτ. Πολιτικ. 304Ε· ― πληθ. πολεμητέα, Θουκ. 1. 79, Δίων Κ. 36. 29.