ἐγκαταβυσσόομαι
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
A penetrate deeply, Democr.A.77 D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταβυσσόομαι: παθ., εἰσδύομαι, ἐγκαταβυσσοῦσθαι τὰ εἴδωλα διὰ τῶν πόρων εἰς τὰ σώματα Δημόκρ. παρὰ Πλουτ. 2. 735Α.