τρόνα

From LSJ
Revision as of 11:42, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρόνα Medium diacritics: τρόνα Low diacritics: τρόνα Capitals: ΤΡΟΝΑ
Transliteration A: tróna Transliteration B: trona Transliteration C: trona Beta Code: tro/na

English (LSJ)

ἀγάλματα, ἢ ῥάμματα ἄνθινα, Hsch. (Cf.

   A θρόνον 1.) τρόνοι· στύππιοι, στήμων, ἁρπεδόνη, ἄτρακτος, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τρόνα: τά, = θρόνα (ἴδε θρόνον Ι), «τρόνα· ἀγάλματα ἢ ῥάμματα ἄνθινα» Ἡσύχ., καί: «τρόνοι· στύππιοι. στήμων· ἁρπεδόνη. ἄτρακτος» ὁ αὐτ.