συνθήγω
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
A sharpen, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας E.Hipp.689.
Greek (Liddell-Scott)
συνθήγω: συνακονῶ, μεταφ. συμπαροξύνω, ὀργῇ συντεθηγμένος φρένας Εὐρ. Ἱππ. 689.